μακροβολώ

μακροβολώ
μακροβολῶ, -έω (Α) [μακροβόλος]
βάλλω μακριά, ρίχνω μακριά, ακοντίζω σε μεγάλη απόσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μακροβολίζομαι — (Μ) μακροβολώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μακροβολώ, κατά τα ρ. σε ίζω (πρβλ. τυραννῶ: τυραννίζω) βλ. και ακροβολίζομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”